σιτομετροσακκοφόρος

σιτομετροσακκοφόρος
ὁ, Α
αυτός που μεταφέρει τους σάκους για τους σιτομέτρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιτομέτρης «τροφοδότης» + σακκοφόρος «αυτός που μεταφέρει σάκους»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”